- στερεοπαροχή
- η, Νφρ. «στερεοπαροχή συστημάτων απορροής»(γεωμ.) η ποσότητα τού ιζήματος που μεταφέρεται διά μέσου ενός υδάτινου ρεύματος από μια περιοχή αποκομιδής ώς ένα σημείο συσσώρευσης ή απόθεσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.